- παρένθεση
- η / παρένθεσις, -εως, ή, ΝΜΑ [παρεντίθημι]1. πλάγια ένθεση, παρεμβολή, αυτό που μπαίνει ανάμεσα σε κάτι άλλο διακόπτοντας την συνέχεια ή την ενότητά του2. (σε γραπτό ή προφορικό λόγο) επεξηγηματική λέξη ή φράση που παρεμβάλλεται στο κυρίως θέμα χωρίς να έχει συντακτικώς σχέση με αυτό και η οποία θα μπορούσε να παραλειφθείνεοελλ.1. μτφ. απομάκρυνση από το θέμα, παρέκβαση2. γραμμ. σημεία στίξης σε σχήμα τόξου με αντίστροφη φορά, μέσα στα οποία κλείνεται η φράση που παρεμβάλλεταιαρχ.1. κακή ή λανθασμένη ένθεση («φυλάσεσθαι χρὴ τὰς τῆς τροφῆς παρενθέσεις», Γαλ.)2. ιατρ. α) έγχυση, ένεσηβ) εισαγωγή απορροφητικού επιπώματος σε πληγή3. στρ. παρεισαγωγή ανδρών στις τάξεις τού στρατεύματος4. εφαρμογή, επικόλληση («παρένθεσις τών χειλέων», Γαλ.).
Dictionary of Greek. 2013.